θεοδόχος

θεοδόχος
θεοδόχος και θειοδόχος, -ον (AM)
αυτός που δέχεται ή δέχθηκε τον θεό («ἔχουσα ή Παρθένος θεοδόχον τήν μήτραν», Ακ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -δοχος (< δέχομαι), πρβλ. ζωο-δόχος, ξενο-δόχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Богородица — У этого термина существуют и другие значения, см. Богородица (значения). Мария (др. евр. מרים Miryam) …   Википедия

  • Несторий — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей. Несторий (греч …   Википедия

  • богоприиятный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  прил. греч. θεοδόχος ι) вместивший в себе Бога; 2)… …   Словарь церковнославянского языка

  • богоприимьць — БОГОПРИИМЬЦ|Ь (4*), А с. Богоприимец. В сост. им. личн. О Симеоне, по евангельским преданиям, принявшим на руки младенца Христа на 40 й день после его рождения: ст҃г. смена б҃оприимьцѩ. ЛН XIII XIV, 100 (1224); на памѩ(т) ста(г). Семеѡна… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ανθρακοφόρος — α, ο 1. ανθρακούχος 2. αυτός που μεταφέρει γαιάνθρακες, («ανθρακοφόρα πλοία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + φόρος < φέρω. Η λ. μαρτυρείται στην Ακολουθία της οσίας Φιλοθέης, που εκδόθηκε το 1717 (θεοδόχος ανθρακοφόρος λαβίς «η Παναγία»)] …   Dictionary of Greek

  • θεηδόχος — θεηδόχος, ον (Α) (ποιητ. τ. αντί θεοδόχος*) 1. (για τη Θεοτόκο) αυτή που δέχθηκε στους κόλπους της τον θεό 2. αυτός που δέχεται ή στον οποίο παρουσιάζεται ο θεός [α. (για την αγία τράπεζα) «δώρων δοχεῖον ἁγνόν ἡ θεηδόχος τράπεζα» β. (για την… …   Dictionary of Greek

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • θεοδέκτωρ — θεοδέκτωρ, ὁ, ἡ (Μ) θεοδόχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δέκτωρ (< δέχομαι), πρβλ. οικο δέκτωρ, προ δέκτωρ] …   Dictionary of Greek

  • θεοδοχία — θεοδοχία, ἡ (Μ) [θεοδόχος] η υποδοχή τού θεού …   Dictionary of Greek

  • θεουδόχος — θεουδόχος, ον (Α) θεοδόχος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”